HIRUNDO — I. HIRUNDO Diis olim Penatibus carum animal, uti ex Aeliano docet LIl. Girald. de Gentium Diis, et ex Varronis in Menippeis loco, de templo Apollinis exusto, cuius Arnob. meminit adv. Gentes l. 6. God. Stewech. Electis ad eum: avis migratoria est … Hofmann J. Lexicon universale
TEMPESTAS — Romanorum numen. Ovid. Fast. l. 6. v. 193. Te quoque Tempestas, meritam delubra fatemur, Cum pene est Corsis obruta classis aqus. Aedes ei a M. Marcello extra portam Caperiam fuit constructa, cum is liberatus esset a periculo et tempestate, quam … Hofmann J. Lexicon universale
THERISTRUM — Graece Θέριςρον, memoratur Caelio, l. 13. Antiqq. Lection. c. 6. ex Hieron. Nam et Hieronymus de puella Christo destinata; Numquam exeat (inquit) foras, ne inveniant eam, qui civitatem circumeunt, ne percutiant et vulnerent, auferantque… … Hofmann J. Lexicon universale
άμα — (Α ἅμα) Ι. (ως επίρρημα) (παροιμιώδης φράση) «ἅμ’ ἔπος ἅμ’ ἔργον», πάραυτα, αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή και νεώτ. «εν τω άμα» και «ἐν τῷ ἅμα καὶ τό θάμα» αρχ. (κυρίως με άμεση αναφορά σε χρόνο) 1. αμέσως, συγχρόνως 2. με την ίδια σημασία… … Dictionary of Greek
επεισβάλλω — ἐπεισβάλλω (AM) μσν. 1. διαπερνώ 2. φρ. «ἐπεισβάλλω εἰς τὸν νοῡν» ξαναφέρνω στη σκέψη αρχ. 1. προσθέτω («ἐπεισβαλεῑν ἡδὺ σκύφον τοῡδ ἀσθενεστέρῳ ποτῷ», Ευρ.) 2. εισβάλλω ξανά («ἤν ἐν τῷ θέρει τῷδε... ἐπεσβάλητε τὸ δεύτερον», Θουκ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
καρπίζω — (I) (Α καρπίζω) [καρπός (Ι)] μέσ. καρπίζομαι (σχετικά με φήμη, δόξα, κύρος) αποκτώ, έχω («δόξαν ἐσθλὴν ἐν βροτοῑς καρπίζεται», Ευρ.) νεοελλ. 1. παράγω ή σχηματίζω καρπό, καρποφορώ 2. φέρω αποτέλεσμα 3. κάνω κάτι να καρποφορήσει αρχ. 1. (ενεργ.… … Dictionary of Greek
νιφοστιβής — νιφοστιβής, ές (Α) (ποιητ. τ.) (για τόπο ή χρόνο) αυτός στον οποίο βαδίζει κανείς σε χιόνι, χιονοβάδιστος, γεμάτος χιόνια («τοῡτο μὲν νιφοστιβεῑς χειμῶνες ἐκχωροῡσιν εὐκάρπῳ θέρει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + στιβής (< στίβος), πρβλ. χιονο… … Dictionary of Greek
παταγώ — έω, Α [πάταγος] 1. κάνω πάταγο, εκπέμπω ισχυρό κρότο («παταγεῑ δ εὐρεία θάλασσα», Θεόκρ.) 2. (για πτηνά) κρώζω, κραυγάζω θορυβωδώς («ὁ κόττυφος ἐν μὲν τῷ θέρει ᾄδει, τοῡ δὲ χειμῶνος παταγεῑ», Αριστοτ.) 3. (σχετικά με τα δόντια) τρίζω 4. κάνω κάτι … Dictionary of Greek
περίειμι — (I) ΜΑ επιζώ, βρίσκομαι ακόμη στη ζωή (α. «αἱρέεται αὐτὸς περιεῑναι» προτιμά να επιζήσει αυτός, Ηρόδ. β. «ὑπόμνησιν τῶν περιόντων καὶ τῶν κεκοιμημένων», Κωνστ.) αρχ. 1. βρίσκομαι γύρω από κάτι («χωρίον ᾧ κύκλῳ τειχίον περιῆν», Θουκ.) 2. υπερέχω,… … Dictionary of Greek
προλιμνάζω — Α σχηματίζω λίμνη πριν από ποταμό («ἐν θέρει δὲ [ἡ πηγή] προλιμνάζει μὲν οὐδὲν ἔτι, ποταμὸς δὲ αὐτίκα ἐστὶν ἀπὸ τῆς πηγῆς», Παυσ.) … Dictionary of Greek